- θάμασμα
- το [θαμάζω]1. το αντικείμενο τού θαυμασμού, ό,τι θαυμάζει κανείς2. ο θαυμασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαύμασμα — και θάμασμα, το (Μ θαύμασμα[ν] και θάμασμα) [θαυμάζω] 1. θαυμασμός 2. αντικείμενο θαυμασμού ή έκπληξης, θαύμα ή φοβερό φαινόμενο μσν. πληθ. τά θαυμάσματα οι θαυμαστές πράξεις, τα κατορθώματα … Dictionary of Greek